- θύραθι
- θύρ-ᾱθι, Adv.A at the door, EM25.17:—[dialect] Ep. [full] θύρηθι, outside, μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα I was soon out(of the sea), Od.14.352.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύραθι — (Α) επίρρ. έξω από τη θύρα, προ τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + θι*] … Dictionary of Greek
θύραθι — at the door indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θύρηθι — (Α) ιων. και επικ. τ. τού επιρρ. θύραθι* … Dictionary of Greek